λιμνοθάλασσα

λιμνοθάλασσα
Παράκτια λεκάνη υφάλμυρου νερού, που χωρίζεται από τη θάλασσα με φυσικά φράγματα. Συνήθως οι λ. σχηματίζονται σε αβαθείς ζώνες, όπου υδάτινα ρεύματα, τα οποία εκβάλλουν σε δέλτα, δημιουργούν, μαζί με την κυματοειδή κίνηση και τα παράκτια ρεύματα, αμμουδιές περισσότερο ή λιγότερο συνεχείς, για παράδειγμα τις ακτές του Μεσολογγίου, τις ακτές του Βένετο στην Ιταλία ή τις γερμανικές και πολωνικές ακτές της Βαλτικής. Οι λ. ονομάζονται ζωντανές όταν σε περίοδο πλημμυρίδας κατακλύζονται από τα νερά της θάλασσας και για τον λόγο αυτό έχουν ουσιαστικά περιοδικό χαρακτήρα, καλή κυκλοφορία και αλλαγή του νερού. Αντίθετα, ονομάζονται νεκρές όταν οι παλίρροιες δεν κατακλύζουν την έκτασή τους και απλώς προκαλούν ρεύματα όπου υπάρχουν ανοίγματα στις αμμουδιές, αλλά γενικά η κυκλοφορία του νερού σε αυτές είναι αρκετά αργή. Στη δαλματική ακτή οι μορφές λ. (που ονομάζονται κανάλια) δεν οφείλονται στη συσσώρευση υλικού από τους ποταμούς ή τη θάλασσα αλλά στη διάβρωση των οροσειρών, οι οποίες άλλοτε αποτελούσαν τον υδροκρίτη μεταξύ κοιλάδων σκεπασμένων σήμερα από τα νερά και οι οποίες εμφανίζονται ακριβώς σαν επιμήκη νησιά. Στη συσσώρευση υλικών, αντίθετα, οφείλονται οι λ. των βαλτικών ακτών της Γερμανίας, της Μαύρης θάλασσας, καθώς και οι λ. στις ατόλες ή στις ακτές απέναντι στις οποίες βρίσκονται κοραλλιογενή φράγματα. Όταν οι λ. είναι σταθερά απομονωμένες από τη θάλασσα, τα νερά τους λόγω της εισροής ποτάμιων υδάτων και των βροχοπτώσεων και της απόθεσης αλάτων γίνονται στην αρχή υφάλμυρα και ύστερα γλυκά, γεγονός που συμβαίνει με τις λεκάνες της ιταλικής Εμίλια (για παράδειγμα, του Κομάκιο) κ.ά. Μερική άποψη της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου.
* * *
η (Α λιμνοθάλασσα, αττ. τ. λιμνοθάλαττα)
νεοελλ.
1. έκταση καλυμμένη από νερά μικρού σχετικά βάθους, που βρίσκεται σε παράκτια περιοχή και έχει επικοινωνία με τη θάλασσα αλλά είναι αποκλεισμένη από το ανοιχτό πέλαγος μέσω ενός φραγμού, ο οποίος μπορεί να είναι ένα τοπογραφικό έπαρμα που έχει σχηματιστεί από άμμο ή κροκάλες, λόγω τής δράσης τών κυμάτων, ή είναι ένας κοραλλιογενής ύφαλος (α. «παράκτια λιμνοθάλασσα» β. «κοραλλιογενής λιμνοθάλασσα» γ. «η λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου»
2. φρ. «Νεφέλωμα τής Λιμνοθάλασσας»
αστρον.
νέφος ιοντισμένου μεσοαστρικού αερίου και σκόνης διαμέτρου 33 ετών φωτός στην περιοχή τού αστερισμού τού Τοξότη
αρχ.
1. λίμνη που σχηματίστηκε από θαλασσινά νερά
2. αβαθής θαλάσσια περιοχή αποκλεισμένη μεταξύ νησίδων ή άλλων φυσικών εμποδίων
3. η Νεκρά Θάλασσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιμνοθάλασσα — η λίμνη με αλμυρό νερό που επικοινωνεί με τη θάλασσα: Πολλοί ψαρεύουν στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… …   Dictionary of Greek

  • λιμνοθαλάσσας — λιμνοθαλάσσᾱς , λιμνοθάλασσα lagoon fem acc pl λιμνοθαλάσσᾱς , λιμνοθάλασσα lagoon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνοθαλάττας — λιμνοθαλάσσᾱς , λιμνοθάλασσα lagoon fem acc pl λιμνοθαλάσσᾱς , λιμνοθάλασσα lagoon fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνοθάλαττα — λιμνοθάλασσα , λιμνοθάλασσα lagoon fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλμούρα — Λιμνοθάλασσα στο βόρειο στόμιο της Κερκυραϊκής θάλασσας, ανάμεσα στη δυτική όχθη της λίμνης του Βουθρωτού και το αλβανικό ακρωτήριο Σκάλα. Το μήκος της φτάνει τα 2.500 μ. και το μεγαλύτερο πλάτος της τα 600, ενώ το βάθος της κυμαίνεται από 3,66 μ …   Dictionary of Greek

  • Κορισσία — Λιμνοθάλασσα (περ. 4 τ. χλμ.) της Κέρκυρας, στη νοτιοδυτική ακτή της. Έχει μήκος περίπου 3 ναυτικά μίλια και μικρό βάθος. Πρόκειται για κόλπο, ο οποίος τελικά απέκτησε τη μορφή λίμνης …   Dictionary of Greek

  • Κοτύχι ή Κοτύκι — Λιμνοθάλασσα (περ. 20 τ. χλμ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στα ΒΑ των Λεχαινών και κοντά στη Μανωλάδα, ενώ χωρίζεται από τη θάλασσα με μία στενή λωρίδα γης. Έχει μέσο βάθος 3 μ. και σε αυτήν εκβάλλει ο χείμαρρος Βέργας. Χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • λιμνοθαλάσσαις — λιμνοθάλασσα lagoon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνοθαλάσσης — λιμνοθάλασσα lagoon fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”